δεξιότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δεξιότητα < αρχαία ελληνική δεξιότης
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ðe.ksiˈo.ti.ta/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δεξιότητα θηλυκό