δεξτρόζη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δεξτρόζη < αγγλική dextrose

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δεξτρόζη θηλυκό ή γλυκόζη

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]