δεοντικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δεοντικός η δεοντική το δεοντικό
      γενική του δεοντικού της δεοντικής του δεοντικού
    αιτιατική τον δεοντικό τη δεοντική το δεοντικό
     κλητική δεοντικέ δεοντική δεοντικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δεοντικοί οι δεοντικές τα δεοντικά
      γενική των δεοντικών των δεοντικών των δεοντικών
    αιτιατική τους δεοντικούς τις δεοντικές τα δεοντικά
     κλητική δεοντικοί δεοντικές δεοντικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δεοντικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

δεοντικός

  • που έχει να κάνει με το δέον

Μεταφράσεις[επεξεργασία]