δεοντοκρατία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δεοντοκρατία < (δέον) δεοντ- + -ο- + -κρατία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δεοντοκρατία θηλυκό
- (φιλοσοφία, ηθική) η πεποίθηση ότι η αξιολόγηση των επιλογών μας πρέπει να γίνεται ανάλογα με το αν οι πράξεις που προκύπτουν από αυτές είναι ηθικές ή μη, με βάση συγκεκριμένους κανόνες και αρχές
- ※ Δεοντοκρατία: αποτελεί μια από τις κατηγορίες της κανονιστικής ηθικής θεωρίας, που τοποθετεί την ηθικότητα μιας πράξης στην ίδια την πράξη. Έτσι μια πράξη αξιολογείται ως ορθή ή εσφαλμένη αυτή καθεαυτή. Γενικώς οι φιλόσοφοι της 'δεοντοκρατίας, όπως ο Καντ, προτείνουν συγκεκριμένους κανόνες ή αρχές που μας καθοδηγούν. (…) Αντίθετα με τη συνεπειοκρατία και τη δεοντοκρατία, η αρεταϊκή ηθική δε μας προσφέρει κάποια φόρμουλα σχετικά με το τι πρέπει να πράττουμε σε συγκεκριμένες καταστάσεις. (Βασικοί όροι της νεότερης ηθικής φιλοσοφίας)
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- η έννοια της δεοντοκρατίας συνήθως τίθεται σε σύγκριση με την συνεπειοκρατία, κατά την οποία η πράξη κρίνεται ηθική / αγαθή ανάλογα με το αποτέλεσμά της και όχι αυτή καθαυτή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δεοντοκρατία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -κρατία (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φιλοσοφία (νέα ελληνικά)
- Ηθική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)