δερματάδικο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δερματάδικο τα δερματάδικα
      γενική του δερματάδικου των δερματάδικων
    αιτιατική το δερματάδικο τα δερματάδικα
     κλητική δερματάδικο δερματάδικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δερματάδικο < δερματ(άς) + -άδικο

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ðeɾ.maˈta.ði.ko/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δερ‐μα‐τά‐δι‐κο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δερματάδικο ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]