δερματώδης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δερματώδης < αρχαία ελληνική δερματώδης < δέρμα
Επίθετο[επεξεργασία]
δερματώδης
- που μοιάζει με δέρμα
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη δέρμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δερματώδης