δεσμευτείτε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
δεσμευτείτε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δεσμεύομαι
- θα δεσμευτείτε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δεσμεύομαι
- β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος δεσμεύομαι