Μετάβαση στο περιεχόμενο

δεσμώτρια

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δεσμώτρια οι δεσμώτριες
      γενική της δεσμώτριας των δεσμωτριών
    αιτιατική τη δεσμώτρια τις δεσμώτριες
     κλητική δεσμώτρια δεσμώτριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δεσμώτρια < δεσμώτης + -τρια

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

δεσμώτρια θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]