δεσμώτρια
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δεσμώτρια θηλυκό
- → δείτε τη λέξη δεσμώτης
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δεσμώτρια
|
δεσμώτρια θηλυκό
|