δεσποζόμενος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δεσποζόμενος η δεσποζόμενη το δεσποζόμενο
      γενική του δεσποζόμενου της δεσποζόμενης του δεσποζόμενου
    αιτιατική τον δεσποζόμενο τη δεσποζόμενη το δεσποζόμενο
     κλητική δεσποζόμενε δεσποζόμενη δεσποζόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δεσποζόμενοι οι δεσποζόμενες τα δεσποζόμενα
      γενική των δεσποζόμενων των δεσποζόμενων των δεσποζόμενων
    αιτιατική τους δεσποζόμενους τις δεσποζόμενες τα δεσποζόμενα
     κλητική δεσποζόμενοι δεσποζόμενες δεσποζόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δεσποζόμενος: μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος δεσπόζω

Μετοχή[επεξεργασία]

δεσποζόμενος, -η, -ο

  • (για ζώα) που έχουν δεσπότη, κύριο
    Τον Οκτώβριο του 2012 στον Μαραθώνα ένας άνδρας έδωσε εντολή σε υπάλληλό του να δέσει τον σκύλο του πίσω από το αυτοκίνητο και να τον σέρνει, επειδή του έσκαψε το περιβόλι. Καταδικάστηκε σε φυλάκιση ενός έτους με τριετή αναστολή και χρηματικό πρόστιμο 5.000 ευρώ. Αυτή ήταν η πρώτη καταδίκη ιδιοκτήτη ως ηθικού αυτουργού για κακοποίηση ζώου, από την εφαρμογή του Νόμου 4039/2012 για τα δεσποζόμενα και αδέσποτα ζώα. (*)

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]