δεσποινάριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δεσποινάριο | τα | δεσποινάρια |
γενική | του | δεσποινάριου & δεσποιναρίου |
των | δεσποινάριων & δεσποιναρίων |
αιτιατική | το | δεσποινάριο | τα | δεσποινάρια |
κλητική | δεσποινάριο | δεσποινάρια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δεσποινάριο < δεσποινίς + υποκοριστικό επίθημα -άριο < μεσαιωνική ελληνική δεσποινίς < αρχαία ελληνική δέσποινα < δεσπότης < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *déms pótis < *dṓm (σπίτι, δόμος) + *pótis (κύριος)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δεσποινάριο ουδέτερο
- (ειρωνικό) υποκοριστικό του δέσποινα / δεσποινίς
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δεσποινάριο
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με υποκοριστικό επίθημα -άριο (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)