δεσποτάτο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δεσποτάτο τα δεσποτάτα
      γενική του δεσποτάτου των δεσποτάτων
    αιτιατική το δεσποτάτο τα δεσποτάτα
     κλητική δεσποτάτο δεσποτάτα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δεσποτάτο < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική δεσποτάτον

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ðe.spoˈta.to/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δε‐σπο‐τά‐το

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δεσποτάτο ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη δεσπότης

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]