δεσποτισμός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δεσποτισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική despotisme < αρχαία ελληνική δεσπότ(ης) + -ισμός [1][2]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ðe.spo.tiˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δε‐σπο‐τι‐σμός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δεσποτισμός αρσενικό
- ο τρόπος με τον οποίο κυβερνά ένας δεσπότης, η απόλυτη και τυραννική εξουσία
- (μεταφορικά) η δεσποτική συμπεριφορά
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- απολυταρχισμός, απολυταρχία
- σατραπισμός
- αυταρχικότητα
- → δείτε και τη λέξη αυθαιρεσία
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τη λέξη δεσπότης
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δεσποτισμός
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ δεσποτισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ s.v. «δεσπότης» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ισμός (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)