δεσπόζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δεσπόζω < αρχαία ελληνική δεσπόζω < δεσπότης < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *déms pótis < *dṓm (σπίτι, δόμος) + *pótis (κύριος)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ðeˈspo.zo/

Ρήμα[επεξεργασία]

δεσπόζω

  1. κυριαρχώ, εξουσιάζω κάποιον ή κάτι
  2. (μεταφορικά) έχω την πιο σημαντική θέση
  3. βρίσκομαι στο πιο ψηλό σημείο, ξεχωρίζω
  4. επιβάλλομαι με τον όγκο και τις διαστάσεις μου

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]