δεσπότης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | δεσπότης | οι | δεσπότες, δεσπότηδες & δεσποτάδες |
γενική | του | δεσπότη & δεσπότου |
των | δεσποτών, δεσπότηδων & δεσποτάδων |
αιτιατική | τον | δεσπότη | τους | δεσπότες, δεσπότηδες & δεσποτάδες |
κλητική | δεσπότη & δέσποτα |
δεσπότες, δεσπότηδες & δεσποτάδες | ||
Η γενική ενικού δεσπότου και η κλητική ενικού δέσποτα! σε επίσημο ύφος λόγου. | ||||
όπως «ράφτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δεσπότης < (διαχρονικό) αρχαία ελληνική δεσπότης < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *déms pótis < *dṓm (σπίτι, δόμος) + *pótis (κύριος)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ðeˈspo.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δε‐σπό‐της
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δεσπότης αρσενικό
- ηγεμόνας, άρχοντας
- (ειδικότερα) ο ηγεμόνας ενός δεσποτάτου
- (θρησκεία) επίσκοπος (με κλητική δέσποτα και πληθυντικό δεσπότες και δεσποτάδες)
[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θρησκευτικός όρος
|
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δεσπότης < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *déms pótis < *dṓm (σπίτι, δόμος) + *pótis (κύριος). Συγγενές με το σανσκριτικό दम्पति (dám-pati), "κύριος του σπιτιού"
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δεσπότης αρσενικό
- κύριος, κυρίαρχος, αφέντης (ιδίως σε αντίθεση με τον δούλο)
- απόλυτος άρχοντας (για τα κράτη της Ανατολής), τύραννος
- για θεούς
- αυτός που κατέχει κάτι, ιδιοκτήτης
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ράφτης'
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Θρησκεία (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)