δευτερολογία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δευτερολογία οι δευτερολογίες
      γενική της δευτερολογίας των δευτερολογιών
    αιτιατική τη δευτερολογία τις δευτερολογίες
     κλητική δευτερολογία δευτερολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δευτερολογία < (ελληνιστική κοινή)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δευτερολογία θηλυκό

  • η δεύτερη ομιλία, η δεύτερη φορά που ανεβαίνει στο βήμα ένας ομιλητής σε μια συνεδρίαση, προκειμένου να διευκρινίσει κάποια σημεία, να απαντήσει σε ερωτήσεις, επιχειρήματα ή αιτιάσεις αντιπάλων κλπ

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]