δευτεροπρόσωπος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δευτεροπρόσωπος η δευτεροπρόσωπη το δευτεροπρόσωπο
      γενική του δευτεροπρόσωπου της δευτεροπρόσωπης του δευτεροπρόσωπου
    αιτιατική τον δευτεροπρόσωπο τη δευτεροπρόσωπη το δευτεροπρόσωπο
     κλητική δευτεροπρόσωπε δευτεροπρόσωπη δευτεροπρόσωπο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δευτεροπρόσωποι οι δευτεροπρόσωπες τα δευτεροπρόσωπα
      γενική των δευτεροπρόσωπων των δευτεροπρόσωπων των δευτεροπρόσωπων
    αιτιατική τους δευτεροπρόσωπους τις δευτεροπρόσωπες τα δευτεροπρόσωπα
     κλητική δευτεροπρόσωποι δευτεροπρόσωπες δευτεροπρόσωπα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δευτεροπρόσωπος < δεύτερος + -ο- + πρόσωπο + -ος

Επίθετο[επεξεργασία]

δευτεροπρόσωπος

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]