δευτεροτρόπιδα
Εμφάνιση
Χρειάζεται τεκμηρίωση με παραπομπή σε κείμενο, εγχειρίδιο ή λεξικό. |
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δευτεροτρόπιδα < (καθαρεύουσα) δευτεροτρόπις(Χρειάζεται τεκμηρίωση…), δεύτερη (δευτερο-) + τρόπιδα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δευτεροτρόπιδα θηλυκό
- (ναυπηγικός όρος) κεντρική διαμήκης δοκός (ξύλινη ή μεταλλική) που τοποθετείται εσωτερικά στο πάτω μέρος της τρόπιδας μικρών σκαφών.
- ⮡ η δευτεροτρόπιδα ενισχύει την τρόπιδα και πάνω της φέρεται το εσωτρόπιο, η δευτεροτρόπιδα. Το εσωτρόπιο είναι μεγαλύτερα κατά πλάτος και μικρότερα κατά το ύψος από την τρόπιδα.
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δευτεροτρόπιδα
|
Κατηγορίες:
- Χρειάζονται παραπομπή (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σάλπιγγα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Σελίδες για τεκμηρίωση
- Λέξεις με πρόθημα δευτερο- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ναυπηγικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)