δεόντως

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δεόντως < δέον

Επίρρημα[επεξεργασία]

δεόντως

  1. όπως είναι δέον, όπως πρέπει
    • λέγεται και ειρωνικά
      για τόλμα να το κάνεις και θα σε περιποιηθώ δεόντως

Μεταφράσεις[επεξεργασία]