Μετάβαση στο περιεχόμενο

δεόντως

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δεόντως < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δεόντως  δείτε τις λέξεις δέον και δέων

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ðeˈon.dos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δεόντως

Επίρρημα

[επεξεργασία]

δεόντως

  1. (λόγιο) όπως είναι δέον, όπως είναι πρέπον, όπως πρέπει
     συνώνυμα: καταλλήλως
    • (λέγεται και ειρωνικά)
      παράδειγμα  Για τόλμα να το κάνεις και θα σε περιποιηθώ δεόντως!

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



ζητούμενο λήμμα