δεόντως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δεόντως < δέον
Επίρρημα[επεξεργασία]
δεόντως
- όπως είναι δέον, όπως πρέπει
- λέγεται και ειρωνικά
- για τόλμα να το κάνεις και θα σε περιποιηθώ δεόντως
- λέγεται και ειρωνικά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δεόντως