δεόντως
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δεόντως < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δεόντως → δείτε τις λέξεις δέον και δέων
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ðeˈon.dos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δε‐ό‐ντως
Επίρρημα
[επεξεργασία]δεόντως
- (λόγιο) όπως είναι δέον, όπως είναι πρέπον, όπως πρέπει
- (λέγεται και ειρωνικά)
Για τόλμα να το κάνεις και θα σε περιποιηθώ δεόντως!
- (λέγεται και ειρωνικά)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- τα δέοντα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δεόντως
Πηγές
[επεξεργασία]- δεόντως - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- δεόντως - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- δεόντως - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Ζητούμενα λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)