δεύτερο χέρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δεύτερο χέρι < → λείπει η ετυμολογία
Έκφραση
[επεξεργασία]δεύτερο χέρι
- για εμπόρευμα που έχει ήδη χρησιμοποιηθεί, είναι μεταχειρισμένο
- υπάρχουν στην αγορά πιάνα από δεύτερο χέρι σε πολύ καλή κατάσταση