δη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]- δη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δή
Μόριο
[επεξεργασία]δη
- (αρχαιοπρεπές) και δη: και μάλιστα, και ιδιαίτερα
Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δη ουδέτερο άκλιτο
- (βυζαντινή μουσική) ο τέταρτος από τους εφτά φθόγγους της βυζαντινής μουσικής κλίμακας
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δη
|
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Μόρια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχαιοπρεπείς όροι (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Βυζαντινή μουσική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)