δηλωμένη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος μετοχής[επεξεργασία]

δηλωμένη

Ομώνυμα / Ομόηχα[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δηλωμένη θηλυκό

  • η πόρνη που έχει επίσημα δηλώσει την ιδιότητά της στις αρχές