δημαγωγώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δημαγωγώ < αρχαία ελληνική δημαγωγέω / δημαγωγῶ
Ρήμα[επεξεργασία]
δημαγωγώ
- είμαι, μιλώ ή συμπεριφέρομαι ως δημαγωγός
Δείτε επίσης : δημαγωγῶ |
δημαγωγώ