δημαρχώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δημαρχώ < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

δημαρχώ, πρτ.: δημαρχούσα, στ.μέλλ.: θα δημαρχήσω, αόρ.: δημάρχησα, μτχ. ενεστ. δημαρχών

Σημειώσεις[επεξεργασία]

Χρησιμοποιείται κυρίως στην μετοχή και σε τυπικές φράσεις όπως το έργο περατώθηκε δημαρχούντος του τάδε

Μεταφράσεις[επεξεργασία]