δημευτικός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δημευτικός < δημεύω
Επίθετο
[επεξεργασία]δημευτικός, -ή, -ό
- που συντελεί στη δήμευση
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δημευτικός
|
δημευτικός, -ή, -ό
|