Μετάβαση στο περιεχόμενο

δημητριακό

Από Βικιλεξικό
διάφορα δημητριακά
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δημητριακό τα δημητριακά
      γενική του δημητριακού των δημητριακών
    αιτιατική το δημητριακό τα δημητριακά
     κλητική δημητριακό δημητριακά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
 δείτε τη λέξη  δημητριακά

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

δημητριακό ουδέτερο

  • κάθε φυτό της οικογένειας των δημητριακών (Poaceae ή Gramineae)· καλλιεργείται για τους μικρούς καρπούς του
    τα δημητριακά ρύζι, σιτάρι και καλαμπόκι αποτελούν μερικά από τα βασικά διατροφικά είδη της ανθρωπότητας

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]