δημοκράτορας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δημοκράτορας οι δημοκράτορες
      γενική του δημοκράτορα των δημοκρατόρων
    αιτιατική τον δημοκράτορα τους δημοκράτορες
     κλητική δημοκράτορα δημοκράτορες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δημοκράτορας < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δημοκράτορας αρσενικό

  1. αυτός που κατέχει τα «πρωτεία» της άσκησης εξουσίας στα πρώιμα ρωμαϊκά χρόνια
  2. (μεταφορικά) είναι εκείνος που συγκεντρώνει μεν απόλυτη κυριαρχία στην άσκηση της εξουσίας, αλλά την ασκεί δε κατά τρόπο αποδεκτό από το πλήθος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]