δημοκράτορας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δημοκράτορας < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δημοκράτορας αρσενικό
- αυτός που κατέχει τα «πρωτεία» της άσκησης εξουσίας στα πρώιμα ρωμαϊκά χρόνια
- (μεταφορικά) είναι εκείνος που συγκεντρώνει μεν απόλυτη κυριαρχία στην άσκηση της εξουσίας, αλλά την ασκεί δε κατά τρόπο αποδεκτό από το πλήθος
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δημοκράτορας
|