δημοπράτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δημοπράτης < (ελληνιστική κοινή) δημοπράτης < δῆμος + πράτης / πρατήρ (=πωλητής) < πιπράσκω / πέρνημι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δημοπράτης αρσενικό
- (επάγγελμα) αυτός που πουλά σε μια δημοπρασία
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις δημοπρασία, δήμος και πράττω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δημοπράτης