δημοπράτησις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δημοπράτησις < δημοπρατῶ, δημοπρατη- + -σις

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δημοπράτησις θηλυκό