δημοπρατημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δημοπρατημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου δημοπρατώ
Μετοχή[επεξεργασία]
δημοπρατημένος, -η, -ο
- που έχει δημοπρατηθεί
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δημοπρατημένος
|