δημοσιοκρατία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δημοσιοκρατία θηλυκό
- είναι η εξυπηρέτηση υπό συνθήκες διαφάνειας, δημοσιότητας και λογοδοσίας του γενικού συμφέροντος και όχι του προσωπικού ή ιδιωτικού νιτερέσου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δημοσιοκρατία
|