δημοσιοποιημένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δημοσιοποιημένος η δημοσιοποιημένη το δημοσιοποιημένο
      γενική του δημοσιοποιημένου της δημοσιοποιημένης του δημοσιοποιημένου
    αιτιατική τον δημοσιοποιημένο τη δημοσιοποιημένη το δημοσιοποιημένο
     κλητική δημοσιοποιημένε δημοσιοποιημένη δημοσιοποιημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δημοσιοποιημένοι οι δημοσιοποιημένες τα δημοσιοποιημένα
      γενική των δημοσιοποιημένων των δημοσιοποιημένων των δημοσιοποιημένων
    αιτιατική τους δημοσιοποιημένους τις δημοσιοποιημένες τα δημοσιοποιημένα
     κλητική δημοσιοποιημένοι δημοσιοποιημένες δημοσιοποιημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δημοσιοποιημένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου δημοσιοποιώ

Μετοχή[επεξεργασία]

δημοσιοποιημένος

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]