Μετάβαση στο περιεχόμενο

δημοσιοποιώ

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δημοσιοποιώ < δημόσιος + + -ο- + ποιώ (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική publier)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ði.mo.si.o.piˈo/

δημοσιοποιώ (παθητική φωνή: δημοσιοποιούμαι)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]