δημοσιοσχεσίτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δημοσιοσχεσίτης αρσενικό
- (νεολογισμός) ο υπεύθυνος δημοσίων σχέσεων μιας εταιρείας
- (νεολογισμός) (ειρωνικό) (μειωτικό) άτομο που φροντίζεινα τα έχει καλά με όλους, χρησιμοποιώντας συχνά αναξιοπρεπή μέσα
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δημοσιοσχεσίτης
|