δημοσιοσχεσίτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δημοσιοσχεσίτης οι δημοσιοσχεσίτες
      γενική του δημοσιοσχεσίτη των δημοσιοσχεσιτών
    αιτιατική τον δημοσιοσχεσίτη τους δημοσιοσχεσίτες
     κλητική δημοσιοσχεσίτη δημοσιοσχεσίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δημοσιοσχεσίτης < δημόσιος + -ο- + σχέση + -ίτης

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δημοσιοσχεσίτης αρσενικό

  1. (νεολογισμός) ο υπεύθυνος δημοσίων σχέσεων μιας εταιρείας
  2. (νεολογισμός) (ειρωνικό) (μειωτικό) άτομο που φροντίζεινα τα έχει καλά με όλους, χρησιμοποιώντας συχνά αναξιοπρεπή μέσα

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]