δημοσυνεταιριστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δημοσυνεταιριστικός < δήμος + -ο- + συνεταιριστικός
Επίθετο[επεξεργασία]
δημοσυνεταιριστικός
- που αφορά συνεταιρισμό που περιλαμβάνει φορείς της τοπικής αυτοδιοίκησης και του δημοσίου, καθώς και άλλους συλλογικούς φορείς
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις δήμος, συνεταιρισμός και εταιρεία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δημοσυνεταιριστικός
|