δημοσυνεταιριστικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δημοσυνεταιριστικός η δημοσυνεταιριστική το δημοσυνεταιριστικό
      γενική του δημοσυνεταιριστικού της δημοσυνεταιριστικής του δημοσυνεταιριστικού
    αιτιατική τον δημοσυνεταιριστικό τη δημοσυνεταιριστική το δημοσυνεταιριστικό
     κλητική δημοσυνεταιριστικέ δημοσυνεταιριστική δημοσυνεταιριστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δημοσυνεταιριστικοί οι δημοσυνεταιριστικές τα δημοσυνεταιριστικά
      γενική των δημοσυνεταιριστικών των δημοσυνεταιριστικών των δημοσυνεταιριστικών
    αιτιατική τους δημοσυνεταιριστικούς τις δημοσυνεταιριστικές τα δημοσυνεταιριστικά
     κλητική δημοσυνεταιριστικοί δημοσυνεταιριστικές δημοσυνεταιριστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δημοσυνεταιριστικός < δήμος + -ο- + συνεταιριστικός

Επίθετο[επεξεργασία]

δημοσυνεταιριστικός

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]