δημοτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δημοτικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δημοτικός[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ði.mo.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δη‐μο‐τι‐κός
Επίθετο[επεξεργασία]
δημοτικός, -ή, -ό
- που ανήκει σε έναν οργανισμό τοπικής αυτοδιοίκησης, ένα δήμο
- δημοτικό διαμέρισμα, δημοτική αστυνομία
- που είναι συλλογικό δημιούργημα του λαού και όχι (ενός επώνυμου δημιουργού)· που ανήκει στη λαϊκή παράδοση ή την ακολουθεί
- δημοτικό τραγούδι, δημοτική μουσική
- για τη γλώσσα που μιλιέται ή για τη γραφή που χρησιμοποιείται από το λαό (και όχι από τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα)
- η δημοτική γλώσσα, η δημοτική αιγυπτιακή γραφή
[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δημοτικός
[επεξεργασία]
- ↑ δημοτικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- δημοτικός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δημοτικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ζητούμενα λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)