δημόσια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δημόσια < δημόσιος

Επίρρημα[επεξεργασία]

δημόσια και δημοσίως και δημοσία

  1. μπροστά σε κοινό, με ανοιχτό και δημόσιο τρόπο
  2. σχετικά με ή/και που αφορά το κράτος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

δημόσια

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του δημόσιος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του δημόσιος