δημόσιες σχέσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | οι | δημόσιες σχέσεις | ||
γενική | των | δημοσίων σχέσεων | ||
αιτιατική | τις | δημόσιες σχέσεις | ||
κλητική | δημόσιες σχέσεις | |||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δημόσιες σχέσεις < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική public relations[1] ή γαλλική relations publiques.[2] → δείτε και τις λέξεις δημόσιος και σχέση
Προφορά[επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
δημόσιες σχέσεις θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό
- το σύνολο των ενεργειών ενός προσώπου, μιας επιχείρησης ή ενός προϊόντος με σκοπό τη δημιουργία ευνοϊκής εικόνας για αυτά
- ※ Στόχος των δημοσίων σχέσεων είναι να διασφαλίσουν θετική κάλυψη στα MME, χρησιμοποιώντας τις γνωστές τακτικές με τις συνεντεύξεις Τύπου, τη διοχέτευση ρεπορτάζ απευθείας σε δημοσιογράφους, τη διοργάνωση εκδηλώσεων που ελκύουν την προσοχή. Δεδομένου, όμως, ότι οι δημόσιες σχέσεις κερδίζουν από τα κωλύματα της διαφήμισης, απαιτείται μια σειρά νέων στρατηγημάτων για να έχουν οι μέθοδοί τους αποτέλεσμα.
- Οι δημόσιες σχέσεις αποδίδουν…, Η Καθημερινή (28 Ιανουαρίου 2006)
- ※ Στόχος των δημοσίων σχέσεων είναι να διασφαλίσουν θετική κάλυψη στα MME, χρησιμοποιώντας τις γνωστές τακτικές με τις συνεντεύξεις Τύπου, τη διοχέτευση ρεπορτάζ απευθείας σε δημοσιογράφους, τη διοργάνωση εκδηλώσεων που ελκύουν την προσοχή. Δεδομένου, όμως, ότι οι δημόσιες σχέσεις κερδίζουν από τα κωλύματα της διαφήμισης, απαιτείται μια σειρά νέων στρατηγημάτων για να έχουν οι μέθοδοί τους αποτέλεσμα.
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δημόσιες σχέσεις
|
[επεξεργασία]
- ↑ σχέση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ σχέση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023)
Κατηγορίες:
- Κλίση θηλυκών πολυλεκτικών όρων (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)