διάβασμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διάβασμα < διαβάζω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διάβασμα ουδέτερο
- η ανάγνωση
- (συνεκδοχικά) η μελέτη
- θα ερχόμουν αλλά έχω πολύ διάβασμα για την Τετάρτη
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη διαβάζω