διάβρωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διάβρωση οι διαβρώσεις
      γενική της διάβρωσης* των διαβρώσεων
    αιτιατική τη διάβρωση τις διαβρώσεις
     κλητική διάβρωση διαβρώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, διαβρώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διάβρωση < δια + βρώνω ‹ βιβρώσκω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

διάβρωση θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]