διάγραμμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διάγραμμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]διάγραμμα ουδέτερο
- γραφική απεικόνιση συσχέτισης μεγεθών (συχνά στην πορεία του χρόνου ή που αφορά χωροταξική ανάπτυξη)
- γραφική απεικόνιση μηχανισμού ή ιδέας
Συγγενικά
[επεξεργασία]- διαγράφω
- φαϋνογράφημα διάγραμμα Φάυνμαν (Richard Phillips Feynman, /ˈfaɪnmən/)
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- διάγραμμα στη Βικιπαίδεια