διάγω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διάγω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διάγω < δι- (διά) + ἄγω. Συγχρονικά αναλύεται σε δι- + άγω [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ðiˈa.ɣo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐ά‐γω

Ρήμα[επεξεργασία]

διάγω, πρτ.: διήγα, στ.μέλλ.: θα διαγάγω, αόρ.: διήγαγα (χωρίς παθητική φωνή)

  • διαβιώνω, ζω τη ζωή μου με κάποιον τρόπο
    διάγει έντιμο βίο
    διάγει πλάνητα βίον (χωρίς μόνιμο τόπος διαμονής)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διάγω < (διά) δι- + ἄγω

Ρήμα[επεξεργασία]

διάγω

  1. (μεταβατικό) περνάω απέναντι κάτι
  2. (αμετάβατο) εγώ περνάω απέναντι

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]