διάδρομος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διάδρομος < αρχαία ελληνική διάδρομον (ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου διάδρομος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈði̯a.ðɾɔ.mɔs/
- συλλαβισμός : δι‐ά‐δρο‐μος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διάδρομος αρσενικό
- μακρόστενος χώρος σε κτήριο ή μεταφορικό μέσο στον οποίο έχουν πρόσβαση τα περισσότερα τα μέρη του ίδιου επιπέδου
- (ειδικότερα) το απλά διαμορφωμένο ή ειδικά στρωμένο δάπεδο σε αεροδρόμιο ή αλλού που χρησιμεύει για την προσγείωση και την απογείωση αεροπλάνων
- (ειδικότερα) (στίβος) κάθε μία από τις σειρές που χωρίζονται με γραμμές και στις οποίες τρέχουν οι αθλητές
- (συνεκδοχικά) μακρόστενο χαλί
- όργανο γυμναστικής που έχει ιμάντα κινούμενο με ρυθμιζόμενη ταχύτητα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διάδρομος
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διάδρομος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
διάδρομος