διάδρομος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διάδρομος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διάδρομος (πέρασμα, διαδρομή, ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου) < αρχαία ελληνική διάδρομος. Μορφολογικά, διά- + δρόμος
- για τις σύγχρονες σημασίες < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική corridor, couloir.[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈðʝa.ðɾo.mos/ & /ˈði̯a.ðɾo.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐ά‐δρο‐μος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]διάδρομος αρσενικό
- μακρόστενος χώρος σε κτήριο ή μεταφορικό μέσο στον οποίο έχουν πρόσβαση τα περισσότερα τα μέρη του ίδιου επιπέδου
- (ειδικότερα) το απλά διαμορφωμένο ή ειδικά στρωμένο δάπεδο σε αεροδρόμιο ή αλλού που χρησιμεύει για την προσγείωση και την απογείωση αεροπλάνων
- (ειδικότερα, στο στίβο) κάθε μία από τις σειρές που χωρίζονται με γραμμές και στις οποίες τρέχουν οι αθλητές
- (συνεκδοχικά) μακρόστενο χαλί
- όργανο γυμναστικής που έχει ιμάντα κινούμενο με ρυθμιζόμενη ταχύτητα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διάδρομος
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ διάδρομος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διάδρομος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
[επεξεργασία]διάδρομος, -ος, -ον
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | διάδρομος | οἱ | διάδρομοι | ||||
γενική | τοῦ | διαδρόμου | τῶν | διαδρόμων | ||||
δοτική | τῷ | διαδρόμῳ | τοῖς | διαδρόμοις | ||||
αιτιατική | τὸν | διάδρομον | τοὺς | διαδρόμους | ||||
κλητική ὦ! | διάδρομε | διάδρομοι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διαδρόμω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | διαδρόμοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
διάδρομος αρσενικό
- (ελληνιστική σημασία) πέρασμα, διαδρομή
Πηγές
[επεξεργασία]- διάδρομος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διάδρομος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'άνθρωπος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα διά- (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα διά- (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα με κλίση όπως το 'δύσκολος' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'δύσκολος' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική κοινή
- Ουσιαστικά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά με αρχαίες κλίσεις (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'θρίαμβος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θρίαμβος' (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά αρσενικά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά αρσενικά προπαροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θρίαμβος' αρσενικά (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις προπαροξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική σημασία για αρχαίες λέξεις
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)