διάκειμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διάκειμαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διάκειμαι. Συγχρονικά αναλύεται σε διά- + κείμαι

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈði̯a.ci.me/
παλιότερος συλλαβισμός: δι‐ά‐κει‐μαι

Ρήμα[επεξεργασία]

διάκειμαι, μτχ.π.ε.: διακείμενος (αποθετικό ρήμα, ελλειπτικό ρήμα)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διάκειμαι < διά- + κεῖμαι

Ρήμα[επεξεργασία]

διάκειμαι

  1. βρίσκομαι σε συγκεκριμένη ψυχική κατάσταση, είμαι προδιατεθειμένος ή είμαι επηρεασμένος από αυτήν ή την άλλη κατάσταση, μεταπίπτω απ' την μία κατάσταση σε μία άλλη
    ※  5ος/4oς αιώνας πκε Πλάτων, Πρωταγόρας, 309b
    Τί οὖν τὰ νῦν; ἦ παρ᾽ ἐκείνου φαίνῃ; καὶ πῶς πρός σε ὁ νεανίας διάκειται;
    Τί νέα λοιπόν έχουμε σήμερα; Αλήθεια, από κείνον μας έρχεσαι; και ποιά διάθεση δείχνει για σένα ο νεαρός;
    Μετάφραση (2009), Ηλίας Σ. Σπυρόπουλος @greek-language.gr
    → δείτε παράθεμα και στο διακείμενος
  2. (με παθητική σημασία) θεωρούμαι από κάποιον
  3. (για πράγματα) είμαι κανονισμένος, διευθετημένος, είμαι καθορισμένος ή είμαι διατεταγμένος, τακτοποιημένος, ταξινομημένος
    → δείτε παράθεμα στο διακείμενος

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Πηγές[επεξεργασία]