διάκειμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διάκειμαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διάκειμαι. Συγχρονικά αναλύεται σε διά- + κείμαι
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈði̯a.ci.me/
- παλιότερος συλλαβισμός : δι‐ά‐κει‐μαι
Ρήμα
[επεξεργασία]διάκειμαι, μτχ.π.ε.: διακείμενος (αποθετικό ρήμα, ελλειπτικό ρήμα)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- διακείμενος
- → δείτε τις λέξεις διά και κείμαι
Κλίση
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διάκειμαι
|
Πηγές
[επεξεργασία]- διάκειμαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- διάκειμαι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]διάκειμαι
- βρίσκομαι σε συγκεκριμένη ψυχική κατάσταση, είμαι προδιατεθειμένος ή είμαι επηρεασμένος από αυτήν ή την άλλη κατάσταση, μεταπίπτω απ' την μία κατάσταση σε μία άλλη
- ※ 5ος/4oς αιώνας πκε ⌘ Πλάτων, Πρωταγόρας, 309b
- Τί οὖν τὰ νῦν; ἦ παρ᾽ ἐκείνου φαίνῃ; καὶ πῶς πρός σε ὁ νεανίας διάκειται;
- Τί νέα λοιπόν έχουμε σήμερα; Αλήθεια, από κείνον μας έρχεσαι; και ποιά διάθεση δείχνει για σένα ο νεαρός;
- Μετάφραση (2009), Ηλίας Σ. Σπυρόπουλος @greek-language.gr
- Τί οὖν τὰ νῦν; ἦ παρ᾽ ἐκείνου φαίνῃ; καὶ πῶς πρός σε ὁ νεανίας διάκειται;
- → δείτε παράθεμα και στο διακείμενος
- ※ 5ος/4oς αιώνας πκε ⌘ Πλάτων, Πρωταγόρας, 309b
- (με παθητική σημασία) θεωρούμαι από κάποιον
- (για πράγματα) είμαι κανονισμένος, διευθετημένος, είμαι καθορισμένος ή είμαι διατεταγμένος, τακτοποιημένος, ταξινομημένος
- → δείτε παράθεμα στο διακείμενος
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- επίρρημα + διάκειμαι
- εὖ διάκειμαι ή κακῶς διάκειμαι τινί: είμαι διακείμενος θετικά ή αρνητικά απέναντι σε κάποιον
- μοχθηρῶς / φαύλως διάκειμαι: βρίσκομαι σε άσχημη κατάσταση
- ἐπιφθόνως διάκειμαι τινί (με φθονεί κάποιος)
- ὑπόπτως διάκειμαι (θεωρούμαι ύποπτος από κάποιον)
Παράγωγα
[επεξεργασία]- διακείμενος (μετοχή)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη κεῖμαι
Κλίση
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- διάκειμαι - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- διάκειμαι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διάκειμαι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα διά- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς ενεργητική φωνή (νέα ελληνικά)
- Ρήματα ελλειπτικά (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (νέα ελληνικά)
- Ανώμαλα ρήματα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα διά- (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ρήματα (αρχαία ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)