διάκληση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διάκληση | οι | διακλήσεις |
γενική | της | διάκλησης* | των | διακλήσεων |
αιτιατική | τη | διάκληση | τις | διακλήσεις |
κλητική | διάκληση | διακλήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, διακλήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διάκληση < (καθαρεύουσα) διάκλησις < διά + κλῆσις < αρχαία ελληνική κλῆσις < καλέω / καλῶ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διάκληση θηλυκό
- γεύμα που παρατίθεται στους προσκηνυτές ενός (πανηγυρίζοντος) ιερού ναού
- (νομικός όρος) (παρωχημένο) κλήση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διάκληση
|