διάκος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Διάκος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο διάκος οι διάκοι
      γενική του διάκου των διάκων
    αιτιατική τον διάκο τους διάκους
     κλητική διάκο
& διάκε
διάκοι
Κατηγορία όπως «καμαρότος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διάκος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή διάκων < διάκονος με μεταπλασμό σε -ος όπως γέρων > γέρος[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈðʝa.kos/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

διάκος αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]