διάκριτο εξάρτημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διάκριτο εξάρτημα → δείτε τις λέξεις διάκριτος και εξάρτημα < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική discrete component
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
διάκριτο εξάρτημα
- (ηλεκτρονική) ένα μόνο ηλεκτρονικό στοιχείο, είτε παθητικό (αντίσταση, πυκνωτής, επαγωγέας) ή ενεργό (τρανζίστορ ή ηλεκτρονική λυχνία).
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διάκριτο εξάρτημα