διάκριτο εξάρτημα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διάκριτο εξάρτημα (νεολογισμός) < → δείτε τις λέξεις διάκριτος και εξάρτημα < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική discrete component
Για την πρόταση δημιουργίας του όρου από τον ΕΛΕΤΟ → δείτε  την Ετυμολογία και τις Πηγές στο λήμμα διάκριτος

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

διάκριτο εξάρτημα ουδέτερο

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]