διάκριτο εξάρτημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διάκριτο εξάρτημα (νεολογισμός) < → δείτε τις λέξεις διάκριτος και εξάρτημα < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική discrete component
- Για την πρόταση δημιουργίας του όρου από τον ΕΛΕΤΟ → δείτε την Ετυμολογία και τις Πηγές στο λήμμα διάκριτος
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
διάκριτο εξάρτημα ουδέτερο
- (ηλεκτρονική) άλλη γραφή του διακριτό εξάρτημα: ένα μόνο ηλεκτρονικό στοιχείο, είτε παθητικό (αντίσταση, πυκνωτής, επαγωγέας) ή ενεργό (τρανζίστορ ή ηλεκτρονική λυχνία).
- → χρειάζεται παράθεμα
ΣτΕ: Χρειάζονται 3 παραθέματα όπως στο Βικιλεξικό:Κριτήρια συμπερίληψης για χρήση του όρου σε πραγματικά κείμενα, εκτός από τον ΕΛΕΤΟ και τον ΟΤΕ.
- → χρειάζεται παράθεμα
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διάκριτο εξάρτημα
Πηγές[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη διάκριτος