διάλεξε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
διάλεξε
- γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος διαλέγω
- β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος διαλέγω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
- αγγλικά : β' ενικός προστακτική: take your pick (en), προστακτική: to take one's pick