διάλυμα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διάλυμα < διαλύω + -μα (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική dissolution < dis + solution) [1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈði̯a.li.ma/ & /ˈðʝa.li.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐ά‐λυ‐μα
- ομόηχο: διάλειμμα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]διάλυμα ουδέτερο
- (χημεία) ομογενές μείγμα υγρού που προκύπτει από τη διάλυση ενός σώματος (στερεής, αέριας ή υγρής μορφής) σε κάποιο υγρό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη διαλύω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διάλυμα
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ διάλυμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)