διάμεσος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διάμεσος | οι | διάμεσοι (διάμεσες) |
γενική | της | διαμέσου | των | διαμέσων |
αιτιατική | τη | διάμεσο | τις | διαμέσους (διάμεσες) |
κλητική | διάμεσε (διάμεσο) | διάμεσοι (διάμεσες) | ||
Κατηγορία όπως «διάμετρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διάμεσος < δια- + μέσον (διέρχεται δια του μέσου = περνάει από το κέντρο) < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική médiane (που βρίσκεται στο μέσο)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]διάμεσος θηλυκό
- (γεωμετρία) το ευθύγραμμο τμήμα που συνδέει:
- τα μέσα δύο άλλων ευθυγράμμων τμημάτων
- την κορυφή ενός τριγώνου με το μέσο της απέναντι πλευράς
- στα ισόπλευρα τρίγωνα κάθε διάμεσος είναι και ύψος του τριγώνου
- τα μέσα των βάσεων του τραπεζίου
- (στατιστική) η τιμή η οποία διαιρεί ένα σύνολο των δειγμάτων, όταν αυτά βρίσκονται σε αύξουσα ή φθίνουσα διάταξη, σε δύο μέρη τα οποία περιέχουν ίδιο αριθμό δειγμάτων (αν έχουμε μονό αριθμό δειγμάτων η διάμεσος είναι μία από αυτές τις τιμές ενώ σε περίπτωση ζυγού αριθμού δειγμάτων η τιμή είναι ο μέσος όρος δύο τιμών)
- ο μέσος όρος των αριθμών 1,1,1,1,3,5,8 είναι 2,86 και η διάμεσός τους είναι το 1
- ο μέσος όρος των αριθμών 1,1,1,3,5,8 είναι 3,17 και η διάμεσός τους είναι το 2
Επίθετο
[επεξεργασία]διάμεσος
- που βρίσκεται ανάμεσα σε δύο σημεία ή καταστάσεις, ενδιάμεσος