διάνεμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διάνεμα < ελληνιστική κοινή διάνευμα < διανεύ(ω) + -μα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διάνεμα ουδέτερο
- άλλη γραφή του νεύμα
- (ιδιωματικό) η φευγαλέα αμυδρά μορφή ενός ανθρώπου ή ζώου (ή αντικειμένου) που περνά και χάνεται, η σκιά του
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη νεύω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διάνεμα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -μα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)